Σ. Γεωργουλέα: Θα γίνουμε φωνή αυτών που χάθηκαν και φραγμός σε εκείνους που θέλουν να σιωπήσουν τους ζωντανούς

Ομιλία Σάντυς Γεωργουλέα, μέλος Διοικούσας Επιτροπής ΤΕΕ, στην εκδήλωση της ΑΡΑΓέΣ «Να πούμε όσα δεν είπε το ΤΕΕ για το έγκλημα στα Τέμπη», στις 04.06.25

Η εκδήλωση αυτή είναι σημαντική για το θέμα της – το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη – και για τη συγκυρία στην οποία πραγματοποιείται. Η κυβέρνηση, ανήσυχη από την πρωτοφανή λαϊκή κινητοποίηση που προκάλεσε το έγκλημα, επιχειρεί σήμερα να αντιστρέψει την πραγματικότητα: αντί να λογοδοτήσει, στήνει σκηνικό συγκάλυψης. Αντί να ερευνήσει τις ευθύνες, χτίζει ασυλία για τον Κώστα Καραμανλή. Το πόρισμα Καρώνη – και όχι του ΕΜΠ – παρά την επικοινωνιακή παρουσίαση, εμφανίστηκε 14 μήνες μετά, έρχεται σε αντίθεση με άλλες τεχνικές εκθέσεις, και αποφεύγει επιμελώς να αγγίξει τις πραγματικές αιτίες του εγκλήματος. Παρ’όλα αυτά, προβάλλεται ως άλλοθι. Την ίδια στιγμή, η ΝΔ προχωρά σε προανακριτική –παρωδία, για να περιορίσει το ζήτημα στην πιθανότητα πλημμεληματικής παράβασης καθήκοντος, επιχειρώντας να βγάλουν λάδι τον Καραμανλή. Ισχυρίζονται ότι ο ρόλος του ήταν «διοικητικός» και δεν αφορούσε θέματα ασφάλειας, ενώ ο ίδιος, λίγες μέρες μετά το δυστύχημα φώναζε δημόσια: «Φέρτε μου ένα χαρτί που να με προειδοποιεί!» Αν δεν έφερε ευθύνη, γιατί επικαλούνταν άγνοια; Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο: η ασφάλεια των επιβατών εξαρτιόταν από έναν και μόνο άνθρωπο! Αντί να υπάρξει λογοδοσία για το εξωφρενικό αυτό γεγονός βλέπουμε κουκούλωμα, αντί για ανεξάρτητη έρευνα βλέπουμε πολιτική προστασία, και αντί για δικαιοσύνη βλέπουμε συναλλαγή με εργολάβους και ιδιωτικά συμφέροντα. Απαντήσεις δεν έχουν δοθεί ούτε από τον Καραμανλή, ούτε από τον Πρωθυπουργό, ούτε από την Hellenic Train, ούτε από τη Δικαιοσύνη. Δηλαδή από κανέναν από όλους όσους είναι νομικά υπεύθυνοι να δώσουν απαντήσεις, αλλά και από όσους ουσιαστικά εμπλέκονται τόσο σε όσα οδήγησαν στα Τέμπη, όσο και σε όσα έγιναν ή δεν έγιναν μετά το έγκλημα. Είμαστε σήμερα εδώ για να απαιτήσουμε αυτές τις απαντήσεις, μαζί με τις οικογένειες, αφουγκραζόμενοι ως τεχνικός κόσμος και ως πολίτες, τα εκατομμύρια των συμπολιτών μας που απαίτησαν Δικαιοσύνη σε όλη την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση ποντάρει στην κόπωση, στο «θα ξεχαστεί», στο «θα ξεφουσκώσει». Όμως το έγκλημα στα Τέμπη δεν είναι ούτε λανθασμένος χειρισμός, ούτε «κακιά στιγμή». Είναι η αποκάλυψη ενός ολόκληρου συστήματος διαχείρισης της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας υποδομής ως κόστους και της πολιτικής ευθύνης ως ατυχήματος. Δεν ζητάμε εξιλαστήρια θύματα. Ζητάμε αλήθεια. Το πιο τρομακτικό δεν είναι ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ, αλλά ό,τι δεν έγινε μετά. Αν κάτι χαρακτήρισε τις πρώτες ώρες μετά το έγκλημα των Τεμπών, αυτό ήταν η απόπειρα θεσμικής συγκάλυψης. Πέντε ώρες μετά τη σύγκρουση, πριν καν μάθουμε πόσοι είναι οι νεκροί, ξεκίνησε το «μπάζωμα» του χώρου, η καταστροφή στοιχείων, η αλλοίωση του πεδίου. Το έγκλημα στα Τέμπη δεν επιχειρήθηκε να συγκαλυφθεί, συγκαλύφθηκε ενεργητικά. Συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη αποφάσισαν και συντόνισαν αυτές τις ενέργειες: Τριαντόπουλος, Αγοραστός, Ξιφαράς. Ο τελευταίος μάλιστα – με θητεία και στο ΤΕΕ – παρέμεινε στη θέση του και μετά την παραίτηση Καραμανλή. Είναι δυνατόν να μη γνώριζε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός; Από την πρώτη μέρα, η κυβέρνηση επιχείρησε να παρουσιάσει το δυστύχημα ως ανθρώπινο λάθος, να στοχοποιήσει χαμηλόβαθμους υπαλλήλους και να κλείσει την υπόθεση. Αν δεν υπήρχε η αταλάντευτη στάση των συγγενών των θυμάτων, οι σοκαριστικές αποκαλύψεις των συνδικάτων των σιδηροδρομικών για τις διαρκείς προειδοποιήσεις και οι μαζικές κινητοποιήσεις του λαού, αυτό θα είχε ήδη συμβεί.

Και όμως, σε μία τέτοια συνθήκη, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας απουσίαζε εκκωφαντικά. Το ΤΕΕ, που έχει θεσμικό ρόλο ως τεχνικός σύμβουλος του κράτους για θέματα υποδομών, ασφάλειας και δημόσιου συμφέροντος, ήταν άφαντο. Στο πιο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα της χώρας, δεν ανέλαβε καμία θεσμική πρωτοβουλία, δεν έκανε καμία τεχνική διερεύνηση, δεν συνέταξε καμία έκθεση, δεν έκανε καν δημόσια τοποθέτηση. Ακόμη και όταν κλήθηκε να παραστεί στη συνέντευξη τύπου του συλλόγου συγγενών θυμάτων Τεμπών, επέλεξε την θεσμική απουσία. Δεν πήρε καμία πρωτοβουλία για ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη, δεν συνέστησε καμία επιτροπή μηχανικών, δεν δημοσίευσε καμία τεχνική αποτίμηση του τί λειτούργησε ή όχι. Και όλα αυτά ενώ είχε τη θεσμική υποχρέωση και τη γνώση να το κάνει. Πού ήταν το ΤΕΕ όταν έπρεπε να υπερασπιστεί την τεχνική αλήθεια; Πού ήταν όταν καταπατούνταν κάθε έννοια ανεξάρτητης επιστημονικής τεκμηρίωσης; Μήπως οι πολιτικές εξαρτήσεις της πλειοψηφίας του δεν του επέτρεψαν να σηκώσει το βάρος; Είναι ντροπή για ένα τεχνικό σώμα να αφήνει τις οικογένειες των θυμάτων να λειτουργούν ως τεχνικοί σύμβουλοι, ως ανακριτές, ως επιστήμονες. Είναι χρέος όλων μας ως μηχανικοί, να μιλήσουμε όταν οι επίσημοι φορείς σιωπούν. Γιατί η σιωπή σ’αυτή την περίπτωση, δεν είναι ουδετερότητα – είναι συνενοχή.

Το έγκλημα των Τεμπών δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά το τραγικό επιστέγασμα μιας πολιτικής που εδώ και δεκαετίες απαξιώνει, κατακερματίζει και ξεπουλά τον σιδηρόδρομο. Η πορεία αυτή δεν ξεκίνησε χτες. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο σιδηρόδρομος αντιμετωπιζόταν ως βαρίδι και όχι ως δημόσιο αγαθό. Το προσωπικό μειωνόταν, τα δρομολόγια κόβονταν και ο ΟΣΕ κατηγορούνταν ότι «δεν βγαίνει οικονομικά». Η αντίληψη αυτή θεμελίωσε τη στρατηγική της απαξίωσης. Και ήρθαν τα Μνημόνια να δώσουν τη χαριστική βολή: με εντολή της τρόικας ο δημόσιος σιδηρόδρομος βγήκε στο σφυρί. Ολόκληρες λειτουργίες του ΟΣΕ τεμαχίστηκαν και ιδιωτικοποιήθηκαν χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα, χωρίς καμία πρόβλεψη ασφάλειας. Δημιουργήθηκαν θυγατρικές, απολύθηκε προσωπικό, καταργήθηκαν δρομολόγια. Η δημόσια περιουσία παρουσιάστηκε ως «βάρος» και ο σιδηρόδρομος ως «ζημιογόνος» για να δικαιολογηθεί το ξεπούλημα. Το 2017 η ΤΡΑΙΝΟΣΕ πουλήθηκε στους ιταλικούς κρατικούς σιδηροδρόμους έναντι μόλις 45 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ το ελληνικό δημόσιο φόρτωσε στους πολίτες το χρέος του ΟΣΕ – πάνω από 14 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ιδιωτική πλέον Hellenic Train επιδοτείται κάθε χρόνο με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να εκτελεί δρομολόγια που βαφτίστηκαν «άγονα», ακόμη και το Αθήνα–Θεσσαλονίκη! Οι συμβατικές της υποχρεώσεις για επενδύσεις σχεδόν μηδενίστηκαν. Το 2022, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, η σύμβαση τροποποιήθηκε για να απαλλάξει την εταιρεία από επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων. Αυτή τη στιγμή παίρνει επιδοτήσεις για να λειτουργεί με τρένα που χαρακτηρίστηκαν «επικίνδυνα» από διεθνείς αξιολογήσεις.

Όλα αυτά στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της ιδιωτικής ανάπτυξης. Το έγκλημα των Τεμπών όμως κατέρριψε αυτό το αφήγημα. Στην Ελλάδα 2.0, δύο τρένα κινούνταν σε αντίθετες κατευθύνσεις στην ίδια γραμμή, ενώ η ασφάλεια βασιζόταν σε έναν άνθρωπο. Η ευθύνη είχε «εξατμιστεί» στον κατακερματισμό και την εργολαβοποίηση. Δεν είναι πλέον ιδεοληψία να μιλάμε για τον δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών, είναι ζήτημα ζωής. Η κοινωνία το έχει καταλάβει. Δημοσκοπικά, η πλειοψηφία συνδέει το δυστύχημα με την ιδιωτικοποίηση. Όσο κι αν ενοχλεί αυτό κάποιους δεν μπορούν πλεον να το κρύψουν. Δεν είμαστε εξάλλου οι μόνοι, όπου αλλού δοκιμάστηκε το ίδιο «μοντέλο» η πραγματικότητα ήταν εξίσου οδυνηρή. Στη Βρετανία, η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων οδήγησε σε δεκάδες νεκρούς, σε τραγικά δυστυχήματα και σε χάος στο δίκτυο. Τελικά, κρίσιμες υποδομές όπως η γραμμή East Coast και η Network Rail επέστρεψαν στο κράτος.

Πίσω από το έγκλημα των Τεμπών, υπάρχει μια σκληρή τεχνική πραγματικότητα: ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε χωρίς βασικά συστήματα ασφαλείας. Στη μοναδική γραμμή υψηλής ταχύτητας της χώρας, δεν λειτουργούσε ούτε τηλεδιοίκηση ούτε σηματοδότηση. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου Αμαξοστοιχιών – το ETCS – ήταν ανενεργό σε όλο το δίκτυο. Οι μηχανοδηγοί είχαν προειδοποιήσει με εξώδικα, με ανακοινώσεις, με κινητοποιήσεις. Τόνιζαν επανειλημμένα τις ελλείψεις σε προσωπικό, στη συντήρηση, στα τεχνικά μέσα. Αντί να εισακουστούν, απειλήθηκαν, φιμώθηκαν και πρόσφατα, ο πρόεδρος των μηχανοδηγών απολύθηκε. Αυτό είναι το «ευχαριστώ» για όσους προειδοποιούσαν ότι έρχεται καταστροφή. Δεν ήταν όμως μόνο οι μηχανοδηγοί που προειδοποιούσαν: υπήρχαν εσωτερικές αναφορές μέσα στον ΟΣΕ και την ΕΡΓΟΣΕ, τεχνικά υπομνήματα και επισημάνσεις για το «τυφλό» δίκτυο. Κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε, ήταν κοινό μυστικό: το σύστημα ασφάλειας δεν λειτουργούσε. Το δυστύχημα δεν ήταν τυχαίο – ήταν προαναγγελθέν. Αυτό το ήξεραν πρώτα και κύρια αυτοί που σήμερα προσποιούνται τους αιφνιδιασμένους. Ο ίδιος ο υπουργός διαβεβαίωνε πως: «τα τρένα είναι απολύτως ασφαλή». Και όμως δεν ήταν – το απέδειξε η τραγωδία. Και το ομολογεί εμμέσως και η σημερινή κυβέρνηση, όταν δηλώνει πως «χρειάζεται έως το 2027 για να  έχουμε ασφαλές δίκτυο». Άρα σήμερα δεν είναι ασφαλές. Από τους 730 εργαζόμενους του ΟΣΕ έχουν απομείνει λιγότεροι από 560 και η συντήρηση γίνεται με προσωπικό εξουθενωμένο και χωρίς επανεκπαίδευση. Τα ίδια τα τρένα είναι παλιά, υποσυντηρημένα, πολλές φορές ακατάλληλα. Το ερώτημα είναι απλό: Μετά τα Τέμπη, τι άλλαξε; Ποιο σύστημα ασφάλειας μπήκε; Ποιο μέτρο λήφθηκε; Η απάντηση είναι: τίποτα, κανένα. Τρένα βρέθηκαν ξανά στην ίδια γραμμή και μόνο η αντίδραση των μηχανοδηγών απέτρεψε νέα τραγωδία. Δηλαδή όχι απλώς δεν υπήρξε βελτίωση, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε. Και όμως το υπουργείο, το ΤΕΕ και οι θεσμικοί φορείς σιωπούν. Και σε αυτό ερώτημα αν τα τρένα είναι ασφαλή σήμερα, κανείς δεν δίνει καθαρή απάντηση.

Όλοι παραδέχονται ένα πράγμα: Αν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717, το δυστύχημα στα Τέμπη ΔΕΝ θα είχε συμβεί. Η σύμβαση αυτή αφορούσε την εγκατάσταση των συστημάτων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης. Είχε υπογραφεί από το 2014 και θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε δύο χρόνια. Πέρασαν 10 χρόνια, το έργο πήρε παρατάσεις, πληρώθηκε υπερκοστολογημένο, αλλά δεν παραδόθηκε. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στελέχη του Δημοσίου και των εργοληπτών επιχείρησαν να παρακάμψουν τους κανόνες για να εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματοδότηση – στάλθηκαν έγγραφα με ψευδή ή ελλιπή στοιχεία για να εγκριθούν νέες δόσεις. Κοινώς, το έργο έμεινε ημιτελές αλλά τα χρήματα έρρεαν. Ενώ το έργο δεν είχε υλοποιηθεί, ο τότε υπουργός Καραμανλής ενέκρινε το 2021, την πληρωμή 2,7 εκατομμυρίων ευρώ προς την κοινοπραξία που το είχε αναλάβει. Αυτή είναι πράξη για την οποία διερευνάται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Διοικήσεις της ΕΡΓΟΣΕ διορίζονταν απευθείας από τη ΝΔ, οι εργολάβοι είχαν «περάσματα» και οι έλεγχοι κατέληγαν στα συρτάρια. Παρόλο που όλα αυτά ήταν γνωστά, δεν έγινε ποτέ ανεξάρτητη τεχνική πραγματογνωμοσύνη. Δεν συγκροτήθηκε καμία επιτροπή που να εξετάσει γιατί το πιο κρίσιμο έργο ασφάλειας των σιδηροδρόμων παρέμενε στα χαρτιά. Σε αυτό το σημείο, το ΤΕΕ θα μπορούσε να έχει καθοριστικό ρόλο: να απαιτήσει διαφάνεια, να αξιολογήσει τεχνικά τα δεδομένα, να συγκροτήσει ανεξάρτητη επιτροπή μηχανικών. Δεν το έκανε, αφήνοντας το πιο θανατηφόρο δυστύχημα της χώρας χωρίς επιστημονική φωνή που να αναδείξει το πώς και το γιατί. Όσο αυτό μένει στο σκοτάδι, κανένας δεν πρόκειται να λογοδοτήσει.

Η σύμβαση 717 δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια, είναι το αποτύπωμα του εγκλήματος και η βάση για τη στοιχειοθέτηση ποινικών ευθυνών. Ποιός έδωσε τις παρατάσεις; Ποιός ενέκρινε τις πληρωμές για έργο που δεν έγινε; Ποιός έλεγξε τί παραδόθηκε; Όσο αυτά τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα, η συγκάλυψη συνεχίζεται. Και όταν η μόνη ευθύνη που αποδίδεται είναι η απλή «παράβαση καθήκοντος», τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε απέναντί μας απλώς μια αργή δικαιοσύνη – έχουμε μια ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΠΙΔΑ.

Ένα κρίσιμο ερώτημα μένει αναπάντητο: Ποιός θα μιλήσει καθαρά σε αυτή τη χώρα; Όταν σιωπούν οι θεσμοί, όταν συγκαλύπτεται το έγκλημα, όταν ποινικοποιείται η επιστημονική γνώμη, τί μένει;

Είδαμε την έκθεση Καρώνη, που η ίδια δηλώνει ελλιπής, να γίνεται σημαία από την κυβέρνηση και την ίδια στιγμή, άλλες επιστημονικές μελέτες να αγνοούνται επιδεικτικά. Είδαμε τεχνικούς συμβούλους των οικογενειών να στοχοποιούνται από πρόθυμους δημοσιολόγους, απλώς επειδή αναζητούν την αλήθεια. Δεν είδαμε κανένα θεσμικό φορέα να υψώνει ανάστημα. Αν δεν υπερασπιστούν την επιστημονική ανεξαρτησία οι μηχανικοί, οι χημικοί, οι τεχνικοί, ποιός θα το κάνει; Αν δεν μιλήσουμε εμείς που δεν χρωστάμε στο Μαξίμου, ποιός θα τολμήσει; Τα Τέμπη δεν είναι μια «κακή στιγμή». Είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει τη δημόσια ασφάλεια σαν κόστος. Είναι ο καθρέφτης ενός κράτους που εργολαβοποιεί, ιδιωτικοποιεί, και συγκαλύπτει. Γι’ αυτό η απάντηση δεν είναι μόνο Δικαιοσύνη για τους νεκρούς, είναι αλλαγή πορείας. Αυτό ζητούν και οι οικογένειες: Όχι τιμωρία για την εκδίκηση, αλλά δικαιοσύνη για την αλήθεια. Να μην ξαναθρηνήσουμε άλλους. Να μην υπάρξει άλλη μάνα που να μαθαίνει από τα social media ότι το παιδί της ήταν στο τρένο. Να επιβληθεί θεσμική και πολιτική διέξοδος, που να τους αναγκάζει να πουν: «Ναι, φταίξαμε – και δεν θα επαναληφθεί.» Αλλά, το τονίζω: Να επιβληθεί. Από εμάς τους πολίτες, με τους φορείς μας, μαζί με τις οικογένειες. Δεν θα μας χαριστεί, θα πρέπει να το επιβάλλουμε.

Να αγωνιστούμε για δημόσιους σιδηρόδρομους σε ενιαίο φορέα, χωρίς αποζημιώσεις σε εταιρείες που έπαιξαν με ανθρώπινες ζωές, για επένδυση σε προσωπικό, σε συστήματα, σε υποδομές. Να βάλουμε τέλος στην εργολαβική λογική, στην πολιτική συγκάλυψη και στη θεσμική απάθεια. Η επιστημονική κοινότητα έχει καθήκον να σταθεί όρθια. Το ΤΕΕ πρέπει να είναι μέρος της λύσης όχι της σιωπής. Εμείς ως μηχανικοί και πολίτες, έχουμε την ευθύνη να μιλήσουμε. Να πιέσουμε, να αποκαλύψουμε, να υπερασπιστούμε την αλήθεια. Όχι για να γράψουμε το τέλος αυτής της ιστορίας, αλλά για να αρχίσουμε ένα νέο κεφάλαιο, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν θα θυσιάζεται στο βωμό του κέρδους. Από εδώ σήμερα να φύγουμε με μια δέσμευση: Ότι δεν θα ξεχάσουμε. Ότι δεν θα ανεχτούμε να θαφτεί η αλήθεια. Θα γίνουμε φωνή αυτών που χάθηκαν και φραγμός σε εκείνους που θέλουν να σιωπήσουν τους ζωντανούς. Να επιβάλλουμε μια άλλη πραγματικότητα σε όλους αυτούς που μας επιβάλλουν τη δική τους, για να γεμίζουν τις τσέπες τους σε βάρος μας, σε βάρος της ασφάλειάς μας, σε βάρος αυτών των οικογενειών, σε βάρος του τεχνικού κόσμου που απαξιώνεται για να κυριαρχήσει η σιωπή. Σε βάρος του δημόσιου χρήματος, σε βάρος τελικά του μέλλοντος αυτής της χώρας.