Για το Ν/Σ “ελάφρυνσης” των εισφορών

Οι πρόσφατες διορθωτικές παρεμβάσεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης όπως αυτές αποτυπώνονται στο πρόσφατα κατατεθειμένο Νομοσχέδιο, αποτελούν κυνική ομολογία για τα τεράστια προβλήματα που συσσώρευσε ο Νόμος Κατρούγκαλου (Ν.4387/16) στο ασφαλιστικό σύστημα. Συντριπτικές μειώσεις στις συντάξεις, υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές και διοικητικό χάος είναι ο κοινός τόπος για όλους τους ασφαλισμένους, εν ενεργεία ή συνταξιούχους, μισθωτούς ή αυταπασχολούμενους.

Όπως είχαμε από πολύ νωρίς περιγράψει, τα μέτρα που προτείνει το Σχέδιο Νόμου δε μπορούν να ανατρέψουν τη μείζονα αλλαγή φιλοσοφίας του ασφαλιστικού που επέφερε ο Ν. 4387. Και αυτό γιατί στον πυρήνα του τόσο ο Ν.4387/16, όπως και αντίστοιχα προηγούμενα νομοθετήματα, έχουν τη λογική της ανταποδοτικότητας, με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι να καλούνται να επιλέξουν μονίμως μεταξύ της Σκύλλας των τεράστιων εισφορών και της Χάρυβδης των συντάξεων φτώχειας…

Όσον αφορά τώρα το ίδιο το Ν/Σ επιβεβαιώνει στο ακέραιο όλα όσα είχαμε γράψει ήδη από το Σεπτέμβρη, αξιοποιώντας την πάγια λογική της «δημιουργικής λογιστικής» αποκρύβοντας σημαντικές πληροφορίες ώστε να θολώσουν την εικόνα. Τα ίδια που κάνουν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις δηλαδή. Στους πίνακες, εξαφανίζουν εντελώς τον κλάδο Υγείας (6,95% επί του συνολικού εισοδήματος) – ο οποίος δεν έχει μειώσεις – ώστε να εμφανίσουν μικρότερες εισφορές.

Αποκρύπτουν ότι από 1/1/2018 θα πληρωθούν αναδρομικά και οι εισφορές για επικουρικό και εφάπαξ από την αρχή του 2017 (για 2 έτη δηλαδή σε 36 δόσεις). Η τρέχουσα “μειωμένη” εισφορά για τους 2 αυτούς κλάδους μαζί με τα αναδρομικά για τα επόμενα 3 χρόνια (2019-2021) θα υπερβαίνει τα 100 € μηνιαίως. Είναι αλήθεια ότι με αυτές τις ρυθμίσεις οι ασφαλισμένοι θα πληρώσουν λιγότερα από ό,τι θα πλήρωναν το 2019, αλλά συνεχίζουν να πληρώνουν πολύ περισσότερα από ό,τι πριν την εφαρμογή του Νόμου Κατρούγκαλου, και έχουν μηδαμινές προσδοκίες για τις συντάξεις τους.

Για να δώσουμε ένα αριθμητικό παράδειγμα, ένας μηχανικός με εισόδημα 15.000 € μικτά το χρόνο, κλήθηκε να πληρώνει κάθε μήνα 229 ευρώ (καθώς του έρχονταν ειδοποιητήρια μόνο για τους κλάδους κύριας σύνταξης και υγείας). Για το 2019 θα πρέπει για το ίδιο εισόδημα να πληρώνει 304 το μήνα, εάν συνυπολογιστούν οι καταβολές των αναδρομικών επικουρικού και εφάπαξ για το 2017-2018. Εάν οι εισφορές επικουρικού και εφάπαξ καταλογίζονταν στην ώρα τους, θα έβλεπε μείωση στις εισφορές του, αλλά τώρα στην πράξη οι μηνιαίες εισφορές του θα αυξηθούν.

Φυσικά συνεχίζουν να είναι απαιτητά τα αναδρομικά για τις αυξήσεις εισφορών από το 2013-2014, ξέρετε από αυτές τις κακές του Βρούτση που θα καταργούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ήδη εκδώσει 3 ειδοποιητήρια αναδρομικών και εκκρεμούν 3 ακόμη.

Αποκρύπτουν ότι η ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει προς τα πάνω και τις ελάχιστες εισφορές μια και η βάση υπολογισμού δε θα είναι τα 586 €, αλλά τα 620 ή όπου αλλού αποφασίσει η κυβέρνηση μας. Οδηγούμαστε έτσι στον απόλυτο κοινωνικό αυτοματισμό όπου οι αυξήσεις αποδοχών των μισθωτών, οδηγούν σε λεηλασία εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων.

Όπως έχουμε ξαναγράψει, από το 2019 οι εισφορές θα υπολογίζονται επί των μεικτών εισοδημάτων (συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών που έχουν ήδη καταβληθεί) των Ελευθέρων Επαγγελματιών και όσων εμφανίζονται ως τέτοιοι. Υπενθυμίζουμε ότι το 2017 οι εισφορές υπολογίζονταν στο καθαρό εισόδημα, και το 2018 στο 85% του μικτού για να γίνει η μετάβαση. Αυτή η μετατροπή θα αυξήσει σημαντικά τη συνολική επιβάρυνση.

Φυσικά οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι συνεχίζουν να φορτώνονται με εισφορές, αν και δεν προκύπτει από τα εισοδήματα τους η δυνατότητα να τις καταβάλλουν. Πρακτικά για τα εισοδήματα κάτω από τις 10.000 € δεν υπάρχει καμιά ελάφρυνση (αντίθετα θα υπάρξει η επιβάρυνση των αναδρομικών επικουρικών-εφάπαξ), αφού οι ετήσιες εισφορές για τα ελάχιστα εισοδήματα παραμένουν παγιωμένες στα 2.788 ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του Υπουργείου οι 3 στους 4 ελευθέρους επαγγελματίες πληρώνουν την ελάχιστη καταβολή, η οποία όχι μόνο δε θα μειωθεί αλλά θα αυξηθεί κιόλας. Έτσι στα μικρά εισοδήματα οι «ελαφρύνσεις» είναι ανύπαρκτες ή ελάχιστες, ενώ είναι γενναίες μόνο για τα μεγάλα. Αντί να υπάρχει ανεισφορολόγητο όριο, όσοι βγάζουν πολύ λίγα, πληρώνουν δυσανάλογα υψηλές εισφορές…

Παραμένει άγνωστο τι θα γίνει μετά το 2021 οπότε και σταματούν οι κλιμακωτές εκπτώσεις για τους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΑ.
Φυσικά οι ενδεχόμενες αυτές μειώσεις θα έχουν πρόσθετη επίπτωση και στις αναμενόμενες συντάξεις φτώχειας που προβλέπει ο Ν.4387/16 (νόμος Κατρούγκαλου) μετατρέποντας τις οριστικά σε επίδομα προνοιακού χαρακτήρα.

Όλα τα παραπάνω συντείνουν στο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πιεζόμενη από την (άγνωστη ακόμα) απόφαση του ΣτΕ που εκκρεμεί, αξιοποιεί την ανάγκη τροποποιήσεων στο Ν.4387 ως επικοινωνιακό και προεκλογικό τέχνασμα. Ακόμα και η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το Σχέδιο Νόμου αποκαλύπτει ότι σε 1 εκατ. ελευθέρους επαγγελματίες η ελάφρυνση θα είναι της τάξης των 100 εκατ. € ετησίως δηλαδή κάτω από 100 € ο καθένας και άνισα κατανεμημένα υπέρ των υψηλών εισοδημάτων.