Σύντομο άρθρο του Μιχάλη Σπηλιώτη, Αναπληρωτή Καθηγητή ΔΠΘ, Υποψήφιου με το ΑΡΑΓέΣ στη Θράκη
- Τα μοντέλα ανάλυσης πλημμυρικού κινδύνου είναι έωλα γιατί δεν υπάρχουν συστηματικής μέτρησης της απορροής στα υδατορέματα. Ο μετασχηματισμός της βροχής σε απορροής στηρίζεται στη χρήση συνθετικών μοναδιαίων υδρογραφημάτων από τις ηνωμένες πολιτείες, που μπορούν να δώσουν λάθος αποτελέσματα όταν δεν υπάρχουν μετρήσεις για μία κάποια βαθμονόμηση έστω (βεβαίως οι υποθέσεις της γραμμικότητάς στην απόκρισή της λεκάνης απορροής δεν πληρούνται απόλυτα στην πράξη). Επομένως ο βασιλιάς είναι… γυμνός.
- Οι πλημμύρες αν αφαιρέσουμε τις παράκτιες πλημμύρες χονδρικά διακρίνονται σε ποτάμιες και Αιφνίδιες Πλημμύρες. Στις αιφνίδιες πλημύρες, λόγω του μικρού χρόνου συγκέντρωσης, σε ένα σπάνιο γεγονός, είναι πολύ καταστροφικές ενώ δεν υπάρχει επαρκής χρόνος αντίδρασης. Το παράδειγμα της Μάνδρας καταδεικνύει την ανάγκη για μία συνολική αντιμετώπιση σε επίπεδο λεκάνης απορροής, ενώ υπάρχουν πολλές Μάνδρες όπου λόγω άναρχης αστικοποίησης και χωρίς υποδομές (λόγω μεταφοράς των βιομηχανικών ή ραγδαία τουριστική ανάπτυξη π.χ. Αγία Πελαγία στην Κρήτη) το υδρολογικό καθεστώς έχει γίνει ιδιαίτερά δυσμενές.
- Η πλημμύρα στην Θεσσαλία έδειξε ότι, αν και ποτάμια πλημμύρα, άρα υπήρξε χρόνος αντίδρασης , αυτός δεν αξιοποιήθηκε. Τα σχέδια ετοιμότητάς δεν λειτούργησαν ή δεν ήταν σαφή.
- Η υψηλή ανθεκτικότητά επιτυγχάνεται με τη δυνατότητα ανάκαμψης που προϋποθέτει μία σειρά δράσεων και ένα πολύπλοκο σχεδιασμό που προφανώς απουσιάζει στην περίπτωση της Θεσσαλίας.
- Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να υπάρξει ένας ολοκληρωμένος διεπιστημονικός σχεδιασμός λαμβάνοντας υπόψη όλη τη λεκάνη απορροής. Φαραωνικά έργα μπορεί να δυσχεράνουν σημαντικά τη διόδευση των πλημμυρικών νερών κατάντη. Έργα ορεινής υδρονομίας, καθώς και άλλες λύσεις φυσικής βάσης θα πρέπει να προτιμηθούν. Στη διεπιστημονική αυτή προσέγγιση εμπλέκεται ακόμη και η χωροταξία-πολεοδομία, π.χ. για τις περιοχές πλημμυρισμού μικρής σχετικά περιόδου επαναφοράς, διαμορφώνοντας κατάλληλα τις χρήσεις γης. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατό να κλείνουμε τα ρέματα για να εξασφαλίσουμε δήθεν δημόσιο χώρο, αλλά τα ρέματα θα πρέπει να διατηρούνται μαζί με μία παρόχθια βλάστηση που θα παίζει και τον ρόλο μιας πρώτης αντιπλημμυρικής προστασίας αλλά και αναψυχής για τις συνθήκες κανονικότητας (θετικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Πεδιαίου ποταμού στην Κύπρο). Η έγκαιρη προειδοποίηση, η ύπαρξη σχεδίων ετοιμότητας, η ενημέρωση του πληθυσμού προφανώς θα οδηγήσουν στον μετριασμό των επιπτώσεων.
- Το πολυδιαφημισμένο σχέδιο αποκατάστασης των Ολλανδών, με βάση την εμπειρία μιας πεδινής χώρας αποτέλεσε μνημείο προχειρότητάς αλλά και υποβάθμισης του αξιολόγου εγχώριου δυναμικού
Η άμεση ανάγκη για αντιπλημμυρικό σχεδιασμό δεν αφορά μόνο τις πεδινές εκτάσεις, αλλά πολλές περιοχές τις χώρας. Δυστυχώς, τα έργα αυτά έχουν μια χρησιμότητα (μάλλον αναγκαιότητα) που υπερβαίνει την τετραετία και ακόμη χειρότερα (ειρωνικό σχόλιο) δεν είναι εμφανή πολλές φορές. Πέρα από την κλιματική κρίση, η έντονη αστικοποίηση σε μικρές λεκάνες απορροής μπορεί να διαμορφώσει εκρηκτικούς κινδύνους (π.χ. Μάνδρα ή Αγία Πελαγία στην Κρήτη). Επιπλέον, τα αστικά δίκτυα ομβρίων που έχουν υπερβεί έναν χρόνο ζωής θα πρέπει να ελεγχθεί πώς λειτουργούν στις νέες συνθήκες και κανονισμούς ασφαλείας. Επομένως, για να μη μένουμε στον δεύτερο όροφο, χρειάζεται μια ριζική αναπροσαρμογή στην αντιμετώπιση της πλημμυρικής διακινδύνευσης. Πάντως αντίθετα με τα νεοφιλελεύθερα προστάγματα, η αντιπλημμυρική προστασία απαιτεί ένα σύνολο πολύπλοκων δράσεων (έργων και μέτρων), στρατηγικού σχεδιασμού κλπ που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας ο ιδιωτικός τομέας.
Ίσως, η διάτρητη αντιπλημμυρική προστασία αποτελεί ακόμη έναν δείκτη της μη βιώσιμης περιβαλλοντικά-κοινωνικά-οικονομικά ανάπτυξης που προηγήθηκε και που δυστυχώς φαίνεται πως, παρά την κατάρρευση και το μνημόνιο, ούτε η προοδευτική παράταξη (στις διάφορες μορφές) μπόρεσε να συλλάβει, αδυνατώντας να διακρίνει τις πολλαπλές διαστάσεις και την πραγματική ένταση αυτής της μη βιωσιμότητας.
Σχόλιο: θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εκτίμηση της περιόδου επαναφοράς όταν υπάρχουν μετρήσεις λίγων σχετικά χρόνων (π.χ. 40 χρόνια) σε ένα πράγματι σπάνιο γεγονός, δεν είναι μια αδιαφιλονίκητη διαδικασία. Αντί της εμπειρικής κατανομής, χρησιμοποιούνται θεωρητικές κατανομές που προσεγγίζουν το δείγμα. Επομένως, η εκτίμηση της περιόδου επαναφοράς μονοσήμαντα με έναν ακριβή αριθμό, αλλά και ακόμη περισσότερο το πότε θα επαναληφθεί το γεγονός είναι ένα σοβαρό θεωρητικό λάθος. Η περίοδος επαναφοράς ορίζεται με βάση τον μέσο όρο και τη γεωμετρική κατανομή.
Παραθέτουμε και σχετικό άρθρο του Μ. Σπηλιώτη στην efsyn: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/404545_prepei-na-ginoyn-eyryteres-anatheoriseis-se-olo-fasma-toy-shediasmoy